σφουγγαρόπανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σφουγγαρόπανο ουδέτερο
- χοντρό πανί για σφουγγάρισμα
- Τρέχα να φέρεις το σφουγγαρόπανο να καθαρίσουμε αυτό το χάλι!