Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφουγγαρόπανο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
σφουγγαρόπανο μιας σφουγγαρίστρας
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σφουγγαρόπαν
ο
τα
σφουγγαρόπαν
α
γενική
του
σφουγγαρόπαν
ου
των
σφουγγαρόπαν
ων
αιτιατική
το
σφουγγαρόπαν
ο
τα
σφουγγαρόπαν
α
κλητική
σφουγγαρόπαν
ο
σφουγγαρόπαν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σφουγγαρόπανο
<
σφουγγάρι
+
πανί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σφουγγαρόπανο
ουδέτερο
χοντρό πανί για
σφουγγάρισμα
Τρέχα να φέρεις το
σφουγγαρόπανο
να καθαρίσουμε αυτό το χάλι!
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφουγγαρόπανο
ισπανικά
:
bayeta
(es)