Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
σφουγγαρόπανο μιας σφουγγαρίστρας


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφουγγαρόπανο τα σφουγγαρόπανα
      γενική του σφουγγαρόπανου των σφουγγαρόπανων
    αιτιατική το σφουγγαρόπανο τα σφουγγαρόπανα
     κλητική σφουγγαρόπανο σφουγγαρόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφουγγαρόπανο < σφουγγάρι + πανί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφουγγαρόπανο ουδέτερο

Τρέχα να φέρεις το σφουγγαρόπανο να καθαρίσουμε αυτό το χάλι!

  Μεταφράσεις επεξεργασία