sponge
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sponge < αγγλοσαξονική spunge < λατινική spongia < αρχαία ελληνική σπογγιά, συγγενικό με τη λέξη σπόγγος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sponge | sponges |
sponge (en)