Ετυμολογία

επεξεργασία
σφουγγαρίζω < σφουγγάρι + -ίζω

σφουγγαρίζω (παθητική φωνή: σφουγγαρίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία