σφουγγαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασφουγγαρίζω (παθητική φωνή: σφουγγαρίζομαι)
- καθαρίζω μια επιφάνεια (π.χ. πάτωμα) με σφουγγαρόπανο ή σφουγγαρίστρα που τα έχω βουτήξει σε μείγμα νερού με απορρυπαντικό ή απολυμαντικό
Συγγενικά
επεξεργασία- σφουγγάρισμα
- σφουγγαρίστρα
- σφουγγαρόπανο
- → δείτε τη λέξη σφουγγάρι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σφουγγαρίζω | σφουγγάριζα | θα σφουγγαρίζω | να σφουγγαρίζω | σφουγγαρίζοντας | |
β' ενικ. | σφουγγαρίζεις | σφουγγάριζες | θα σφουγγαρίζεις | να σφουγγαρίζεις | σφουγγάριζε | |
γ' ενικ. | σφουγγαρίζει | σφουγγάριζε | θα σφουγγαρίζει | να σφουγγαρίζει | ||
α' πληθ. | σφουγγαρίζουμε | σφουγγαρίζαμε | θα σφουγγαρίζουμε | να σφουγγαρίζουμε | ||
β' πληθ. | σφουγγαρίζετε | σφουγγαρίζατε | θα σφουγγαρίζετε | να σφουγγαρίζετε | σφουγγαρίζετε | |
γ' πληθ. | σφουγγαρίζουν(ε) | σφουγγάριζαν σφουγγαρίζαν(ε) |
θα σφουγγαρίζουν(ε) | να σφουγγαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σφουγγάρισα | θα σφουγγαρίσω | να σφουγγαρίσω | σφουγγαρίσει | ||
β' ενικ. | σφουγγάρισες | θα σφουγγαρίσεις | να σφουγγαρίσεις | σφουγγάρισε | ||
γ' ενικ. | σφουγγάρισε | θα σφουγγαρίσει | να σφουγγαρίσει | |||
α' πληθ. | σφουγγαρίσαμε | θα σφουγγαρίσουμε | να σφουγγαρίσουμε | |||
β' πληθ. | σφουγγαρίσατε | θα σφουγγαρίσετε | να σφουγγαρίσετε | σφουγγαρίστε | ||
γ' πληθ. | σφουγγάρισαν σφουγγαρίσαν(ε) |
θα σφουγγαρίσουν(ε) | να σφουγγαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σφουγγαρίσει | είχα σφουγγαρίσει | θα έχω σφουγγαρίσει | να έχω σφουγγαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σφουγγαρίσει | είχες σφουγγαρίσει | θα έχεις σφουγγαρίσει | να έχεις σφουγγαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σφουγγαρίσει | είχε σφουγγαρίσει | θα έχει σφουγγαρίσει | να έχει σφουγγαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σφουγγαρίσει | είχαμε σφουγγαρίσει | θα έχουμε σφουγγαρίσει | να έχουμε σφουγγαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σφουγγαρίσει | είχατε σφουγγαρίσει | θα έχετε σφουγγαρίσει | να έχετε σφουγγαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σφουγγαρίσει | είχαν σφουγγαρίσει | θα έχουν σφουγγαρίσει | να έχουν σφουγγαρίσει |
|