σφουγγαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφουγγαράς < σφουγγάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφουγγαράς αρσενικό
- (επάγγελμα) δύτης που μαζεύει σφουγγάρια από το βυθό της θάλασσας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σφουγγαράς
|