καρπουζιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρπουζιά | οι | καρπουζιές |
γενική | της | καρπουζιάς | των | καρπουζιών |
αιτιατική | την | καρπουζιά | τις | καρπουζιές |
κλητική | καρπουζιά | καρπουζιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρπουζιά θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- καρπουζιά στη Βικιπαίδεια