Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

karpuz < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قارپوز (karpuz) < περσική خربزه (xarboze, πεπόνι) περισσότερα στο καρπούζι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καρπούζι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

karpuz (tr)

Κλίση επεξεργασία