akvomelono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvomelono | akvomelonoj |
αιτιατική | akvomelonon | akvomelonojn |
akvomelono (eo)
- το καρπούζι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvomelono | akvomelonoj |
αιτιατική | akvomelonon | akvomelonojn |
akvomelono (eo)