melono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- melono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | melono | melonoj |
αιτιατική | melonon | melonojn |
melono (eo)
- το πεπόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | melono | melonoj |
αιτιατική | melonon | melonojn |
melono (eo)