μηλόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηλόσουπα | οι | μηλόσουπες |
γενική | της | μηλόσουπας | — | |
αιτιατική | τη | μηλόσουπα | τις | μηλόσουπες |
κλητική | μηλόσουπα | μηλόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμηλόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα που παρασκευάζεται με μήλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηλόσουπα