μηλοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηλοφάγος < νεολατινική Melophagus → δείτε Μηλοφάγος και την αρχαία ελληνική μηλοφάγος < μῆλον (πρόβατο) + -φάγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.loˈfa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐λο‐φά‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηλοφάγος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία- για τον ταξινομικό όρο → δείτε Μηλοφάγος Melophagus
Επίθετο
επεξεργασίαμηλοφάγος, -ος, / -α, -ο
- (για έντομο) που ανήκει στο γένος Μηλοφάγος και έχει τις χαρακτηριστικές του ιδιότητες, βλαβερές ιδίως για τα πρόβατα
- ⮡ Θα εξετάσουμε σήμερα ένα μηλοφάγο έντομο αρχίζοντας τη μελέτη μας για το γένος των Μηλοφάγων
- (σπάνιο) για την ερμηνεία: «κάποιος που τρώει μήλα», → δείτε το μεσαιωνικό μηλοφάγος και Μηλοφάγοι
- για την ερμηνεία «που παράγει μήλα» όπως σε ορισμένα λεξικά, → δείτε τό μεσαιωνικό μηλοφάγος και Μηλοφάγοι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «μηλοφάγος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ «μηλοφάγος» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Ετυμολογία
επεξεργασία- *μηλοφάγος → δείτε το κύριο όνομα Μηλοφάγοι < μῆλ(ο) / μῆλ(ον) (μήλο, το φρούτο) + -ο- + -φάγος. Διαφορετικό το αρχαίο μηλοφάγος.
Επίθετο
επεξεργασία*μηλοφάγος μαρτυρείται στον πληθυντικό: Μηλοφάγοι (κύριο όνομα)
- που τρώεει μήλα [1]
- (συνεκδοχικά, σε ορισμένα λεξικά) που παράγει μήλα προς βρώση[2] ερμηνεία της γενικής ως επιθετικού προσδιορισμού στο 'κήπος' αντί της γενικής κτητικής 'αυτών που τρώνε μήλα', για το χωρίο:[3]
- καὶ μεμνημένος συνεχῶν κήπων τῶν Μηλοφάγων
- 14ος αιώνας, Ανωνύμου, Aλέξανδρος ο βασιλεύς (Βίος Αλ. 4235) Codex Marcianus 408. Επιμ: S. Reichmann, 1963@LBG
- καὶ μεμνημένος συνεχῶν κήπων τῶν Μηλοφάγων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μηλοφάγοι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ «μηλοφάγος» Μ - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
μηλοφᾰγο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | μηλοφάγος | τὸ | μηλοφάγον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | μηλοφάγου | τοῦ | μηλοφάγου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | μηλοφάγῳ | τῷ | μηλοφάγῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μηλοφάγον | τὸ | μηλοφάγον | ||
κλητική ὦ! | μηλοφάγε | μηλοφάγον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | μηλοφάγοι | τὰ | μηλοφάγᾰ | ||
γενική | τῶν | μηλοφάγων | τῶν | μηλοφάγων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | μηλοφάγοις | τοῖς | μηλοφάγοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | μηλοφάγους | τὰ | μηλοφάγᾰ | ||
κλητική ὦ! | μηλοφάγοι | μηλοφάγᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηλοφάγω | τὼ | μηλοφάγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μηλοφάγοιν | τοῖν | μηλοφάγοιν | ||
Και επική γενική ενικού μηλοφάγοιο. | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηλοφάγος < μῆλ(ον) + -ο- + -φάγος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νεολατινικά Melophagus ↷ νέα ελληνικά: Μηλοφάγος
Επίθετο
επεξεργασίαμηλοφάγος, -ος, -ον
- που τρώει αρνί, αρνίσιο κρέας, πρόβατα
- ※ 10ος αιώνας, γλώσσα: λόγια μεσαιωνική (ελληνιστική κοινή) - Νόννος ὁ Πανοπολίτης, Μεταβολαὶ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. (Nonn. Jo. 19 (Τ), 162)
- ἔστιχε μηλοφάγοιο προάγγελον ἦμαρ ἑορτῆς, (μηλοφάγου ἑορτῆς)
- Nonni Panopolitani Paraphrasis S. Evangelii Ioannei. Επιμ: Augustinus Scheindler. Lipsiae: in aedibus B.G. Teubneri, 1881. σελ.206
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- μηλοφάγος ἑορτή (το Πάσχα)
Πηγές
επεξεργασία- μηλοφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.