Δείτε Μηλοφάγος, Μηλοφάγοι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηλοφάγος οι μηλοφάγοι
      γενική του μηλοφάγου των μηλοφάγων
    αιτιατική τον μηλοφάγο τους μηλοφάγους
     κλητική μηλοφάγε μηλοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηλοφάγος < νεολατινική Melophagus → δείτε  Μηλοφάγος και την αρχαία ελληνική μηλοφάγος < μῆλον (πρόβατο) + -φάγος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.loˈfa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐λο‐φά‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηλοφάγος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηλοφάγος η μηλοφάγος
μηλοφάγα
το μηλοφάγο
      γενική του μηλοφάγου της μηλοφάγου
μηλοφάγας
του μηλοφάγου
    αιτιατική τον μηλοφάγο τη μηλοφάγο
μηλοφάγα
το μηλοφάγο
     κλητική μηλοφάγε μηλοφάγε
μηλοφάγα
μηλοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηλοφάγοι οι μηλοφάγοι
μηλοφάγες
τα μηλοφάγα
      γενική των μηλοφάγων των μηλοφάγων των μηλοφάγων
    αιτιατική τους μηλοφάγους τις μηλοφάγους
μηλοφάγες
τα μηλοφάγα
     κλητική μηλοφάγοι μηλοφάγοι
μηλοφάγες
μηλοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μηλοφάγος, -ος, / -α, -ο

  1. (για έντομο) που ανήκει στο γένος Μηλοφάγος και έχει τις χαρακτηριστικές του ιδιότητες, βλαβερές ιδίως για τα πρόβατα
    ⮡  Θα εξετάσουμε σήμερα ένα μηλοφάγο έντομο αρχίζοντας τη μελέτη μας για το γένος των Μηλοφάγων
  2. (σπάνιο) για την ερμηνεία: «κάποιος που τρώει μήλα», → δείτε το μεσαιωνικό μηλοφάγος και Μηλοφάγοι
  3. για την ερμηνεία «που παράγει μήλα» όπως σε ορισμένα λεξικά, → δείτε τό μεσαιωνικό μηλοφάγος και Μηλοφάγοι

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «μηλοφάγος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. «μηλοφάγος» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
*μηλοφάγος → δείτε το κύριο όνομα Μηλοφάγοι < μῆλ(ο) / μῆλ(ον) (μήλο, το φρούτο) + -ο- + -φάγος. Διαφορετικό το αρχαίο μηλοφάγος.

  Επίθετο

επεξεργασία

*μηλοφάγος μαρτυρείται στον πληθυντικό: Μηλοφάγοι (κύριο όνομα)

  1. που τρώεει μήλα [1]
  2. (συνεκδοχικά, σε ορισμένα λεξικά) που παράγει μήλα προς βρώση[2] ερμηνεία της γενικής ως επιθετικού προσδιορισμού στο 'κήπος' αντί της γενικής κτητικής 'αυτών που τρώνε μήλα', για το χωρίο:[3]
    καὶ μεμνημένος συνεχῶν κήπων τῶν Μηλοφάγων
    14ος αιώνας, Ανωνύμου, Aλέξανδρος ο βασιλεύς (Βίος Αλ. 4235) Codex Marcianus 408. Επιμ: S. Reichmann, 1963@LBG

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μηλοφάγοι Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. «μηλοφάγος» Μ - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
μηλοφᾰγο-
ονομαστική / μηλοφάγος τὸ μηλοφάγον
      γενική τοῦ/τῆς μηλοφάγου τοῦ μηλοφάγου
      δοτική τῷ/τῇ μηλοφάγ τῷ μηλοφάγ
    αιτιατική τὸν/τὴν μηλοφάγον τὸ μηλοφάγον
     κλητική ! μηλοφάγε μηλοφάγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μηλοφάγοι τὰ μηλοφάγ
      γενική τῶν μηλοφάγων τῶν μηλοφάγων
      δοτική τοῖς/ταῖς μηλοφάγοις τοῖς μηλοφάγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μηλοφάγους τὰ μηλοφάγ
     κλητική ! μηλοφάγοι μηλοφάγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μηλοφάγω τὼ μηλοφάγω
      γεν-δοτ τοῖν μηλοφάγοιν τοῖν μηλοφάγοιν
Και επική γενική ενικού μηλοφάγοιο.
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηλοφάγος < μῆλ(ον) + -ο- + -φάγος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νεολατινικά Melophagus νέα ελληνικά: Μηλοφάγος

  Επίθετο

επεξεργασία

μηλοφάγος, -ος, -ον

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • μηλοφάγος ἑορτή (το Πάσχα)