Δείτε Μηλοφάγος, μηλοφάγος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Μηλοφάγοι αρσενικό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μηλοφάγοι: ουσιαστικοποιημένο *μηλοφάγος στον πληθυντικό < μῆλ(ο) / μῆλ(ον) (μήλο, το φρούτο) + -ο- + -φάγος. Διαφορετικό το αρχαίο μηλοφάγος.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μηλοφάγοι αρσενικό στον πληθυντικό

  • (κυριολεκτικά) αυτοί που τρώνε μήλα. Ονομασία μυθικού λαού, στο έργο Ανωνύμου Αλέξανδρος ο βασιλεύς.
    ※  14ος αιώνας Ανωνύμου, Aλέξανδρος ο βασιλεύς (Βίος Αλ. 4235) Codex Marcianus 408. Επιμ: S. Reichmann, 1963@LBG
    καὶ μεμνημένος συνεχῶν κήπων τῶν Μηλοφάγων

  Πηγές επεξεργασία