μῆλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μῆλον | τὰ | μῆλᾰ |
γενική | τοῦ | μήλου | τῶν | μήλων |
δοτική | τῷ | μήλῳ | τοῖς | μήλοις & μήλοισι(ν) |
αιτιατική | τὸ | μῆλον | τὰ | μῆλᾰ |
κλητική ὦ! | μῆλον | μῆλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μήλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μήλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- μῆλον < προελληνική ς προέλευσης, αβέβαιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμῆλον ουδέτερο
- (φρούτο) το μήλο, γενικά: κάθε οπωροφόρο δέντρο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 978 (977-978)
- ἠλείψατο δ᾽ ἂν τοὐμφαλοῦ οὐδεὶς παῖς ὑπένερθεν τότ᾽ ἄν, ὥστε | τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει·
- Τα παιδιά δεν αλείβονταν τότε ποτές απ᾽ τ᾽ αφάλι και κάτω· | ένα χνούδι έτσι ανθούσε εκεί κάτω πολύ δροσερό, καθώς χνούδι απαλό σε κυδώνια.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἠλείψατο δ᾽ ἂν τοὐμφαλοῦ οὐδεὶς παῖς ὑπένερθεν τότ᾽ ἄν, ὥστε | τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 978 (977-978)
- (μεταφορικά) το γυναικείο στήθος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 155 (155-156)
- ὁ γῶν Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πα | γυμνᾶς παραϊδὼν ἐξέβαλ᾽, οἰῶ, τὸ ξίφος.
- Όμοια το ᾽παθε κάποτε ο Μενέλας. Σα χίμηξε να σφάξει την Ελένη | κι αντίκρισε τ᾽ αφράτα της κυδώνια γυμνά, πέταξε πέρα το σπαθί του!
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- ὁ γῶν Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πα | γυμνᾶς παραϊδὼν ἐξέβαλ᾽, οἰῶ, τὸ ξίφος.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 903 (900-904)
- μὴ φθόνει ταῖσιν νέαισι· | τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐμπέφυκε | τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς, | κἀπὶ τοῖς μήλοις ἐπαν- | θεῖ·
- Μη ζηλεύεις τις μικρούλες | και τα τρυφερούδια, πὄχουν | απαλά μεριά και στήθος | δυο μελοροδάκινα!
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- μὴ φθόνει ταῖσιν νέαισι· | τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐμπέφυκε | τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς, | κἀπὶ τοῖς μήλοις ἐπαν- | θεῖ·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 155 (155-156)
- (ανθρώπινο σώμα) οι παρειές, τα μάγουλα
- (ανατομία) οι αμυγδαλές
- κύπελλο σε σχήμα μήλου
- (κατά τον Ησύχιο) το πρήξιμο κάτω από τα μάτια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀρίμηλον
- φιλόμηλος
- γλυκύμηλον
- κιτρόμηλον
- κεδρόμηλον
- κοκκύμηλον
- λιτρόμηλον
- μηλοβολέω
- μηλοδροπῆες
- μηλοειδής
- μηλόχροος
- μηλόχρους
- μηλοφορέω
- μηλοφάγος
- μηλοφορία
- μηλοφόρος
- μηλοφύλαξ
- μηλόκαρπον
- μηλοκυδώνιον
- μηλομαχία
- μηλοπάρειος
- μηλοπάρῃος
- μηλοπέπων
- μηλοῦχος
- μήλοψ
- μῆλοψ
- ῥοδόμηλον
- χρυσόμηλον
- μήλινος
- μηλινόχρους
- μηλέα
- μηλώδης
- μήλειος
- μηλίτης
- μηλών
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμῆλον ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το πρόβατο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 278
- αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
- φέρνουν αυτοί δικά τους βόδια, δικά τους πρόβατα παχιά,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 35 (34-35)
- ὡς τόν τ᾽ ἀπόντα δεσπότην Κύκλωπ᾽ ἐμὸν | καθαροῖσιν ἄντροις μῆλά τ᾽ ἐσδεχώμεθα.
- Να στραφτοκοπά από πάστρα η σπηλιά, σαν θα γυρίσει | ο αφέντης μου ο Κύκλωψ — και τα πρόβατα μαζί του.
- Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ὡς τόν τ᾽ ἀπόντα δεσπότην Κύκλωπ᾽ ἐμὸν | καθαροῖσιν ἄντροις μῆλά τ᾽ ἐσδεχώμεθα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 278
- (γενικά) (για πρόβατα, βοοειδή, θηρία) κοπάδι, αγέλη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 485 (485-486)
- ὡς δὲ λέων μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών, | αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι, κακὰ φρονέων ἐνορούσῃ,
- Και ως όταν πέσει λέοντας πόχει στον νουν του φόνους | μέσα εις αφύλακτην κοπήν ερίφων ή προβάτων,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς δὲ λέων μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών, | αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι, κακὰ φρονέων ἐνορούσῃ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 485 (485-486)
- (γενικά) ζώα (σε αντιδιαστολή με τους ανθρώπους)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- βοιωτικός τύπος : μεῖλον
- δωρικός τύπος : μῆλον
Συγγενικά
επεξεργασία- δεξίμηλος
- ἐρύγμηλος
- εὔμηλος
- μηλίτης
- μηλοβατέω
- μηλόβοσις
- μηλοβοσκός
- μηλοβότας
- μηλοβοτέω
- μηλοβοτήρ
- μηλοβότης
- μηλόβοτος
- μηλοδαΐκτας
- μηλοδόκος
- μηλοφόνος
- μηλοφύλαξ
- μηλογενής
- μηλοκτόνος
- μηλονόμης
- μηλονόμος
- μηλοθύτης
- μηλοσφαγέω
- μηλοσφαγία
- μηλοσκόπος
- μηλοσόη
- μηλοσσόος
- μηλοτρόφος
- μήλειος
- μήλωθρον
- μηλώσιος
- μηλωτή
- πολύμηλος
- φερέμηλος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- μῆλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μῆλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.