Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρήξιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πρήξιμ
ο
τα
πρηξίμ
ατ
α
γενική
του
πρηξίμ
ατ
ος
των
πρηξιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
πρήξιμ
ο
τα
πρηξίμ
ατ
α
κλητική
πρήξιμ
ο
πρηξίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρήξιμο
<
πρήζω
+
-ιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρήξιμο
ουδέτερο
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
πρήζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρήξιμο
αγγλικά
:
swelling
(en)
·
μεταφορικά· αέναη συμπεριφορική ενόχληση
:
nagging
(en)
γαλλικά
:
enflure
(fr)
,
gonflement
(fr)
,
ballonnement
(fr)
,
boursouflure
(fr)
,
fluxion
(fr)