πρήζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρήζω < αρχαία ελληνική πρήθω
Ρήμα
επεξεργασίαπρήζω , πρτ.: έπρηζα, στ.μέλλ.: θα πρήξω, αόρ.: έπρηξα, παθ.φωνή: πρήζομαι, μτχ.π.π.: πρησμένος
- προκαλώ αύξηση του όγκου σε τμήμα ή μέλος σώματος ανθρώπινου ή άλλου ζωικού οργανισμού
- η μπουνιά που του έριξε του έπρηξε το μάτι
- (μεταφορικά) (οικείο) ταλαιπωρώ σε μεγάλο βαθμό
- μας έχει πρήξει με τις βλακείες που λέει τόσην ώρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρήζω | έπρηζα | θα πρήζω | να πρήζω | πρήζοντας | |
β' ενικ. | πρήζεις | έπρηζες | θα πρήζεις | να πρήζεις | πρήζε | |
γ' ενικ. | πρήζει | έπρηζε | θα πρήζει | να πρήζει | ||
α' πληθ. | πρήζουμε | πρήζαμε | θα πρήζουμε | να πρήζουμε | ||
β' πληθ. | πρήζετε | πρήζατε | θα πρήζετε | να πρήζετε | πρήζετε | |
γ' πληθ. | πρήζουν(ε) | έπρηζαν πρήζαν(ε) |
θα πρήζουν(ε) | να πρήζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έπρηξα | θα πρήξω | να πρήξω | πρήξει | ||
β' ενικ. | έπρηξες | θα πρήξεις | να πρήξεις | πρήξε | ||
γ' ενικ. | έπρηξε | θα πρήξει | να πρήξει | |||
α' πληθ. | πρήξαμε | θα πρήξουμε | να πρήξουμε | |||
β' πληθ. | πρήξατε | θα πρήξετε | να πρήξετε | πρήξτε | ||
γ' πληθ. | έπρηξαν πρήξαν(ε) |
θα πρήξουν(ε) | να πρήξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρήξει | είχα πρήξει | θα έχω πρήξει | να έχω πρήξει | ||
β' ενικ. | έχεις πρήξει | είχες πρήξει | θα έχεις πρήξει | να έχεις πρήξει | έχε πρησμένο | |
γ' ενικ. | έχει πρήξει | είχε πρήξει | θα έχει πρήξει | να έχει πρήξει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρήξει | είχαμε πρήξει | θα έχουμε πρήξει | να έχουμε πρήξει | ||
β' πληθ. | έχετε πρήξει | είχατε πρήξει | θα έχετε πρήξει | να έχετε πρήξει | έχετε πρησμένο | |
γ' πληθ. | έχουν πρήξει | είχαν πρήξει | θα έχουν πρήξει | να έχουν πρήξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πρησμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πρησμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πρησμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πρησμένο |
Εκφράσεις
επεξεργασία- τα πρήζω (σε κάποιον)
- πρήζω το συκώτι (κάποιου)
- πρήζω τ' αρχίδια (κάποιου)