Δείτε επίσης: πρίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρήζω < αρχαία ελληνική πρήθω

πρήζω , πρτ.: έπρηζα, στ.μέλλ.: θα πρήξω, αόρ.: έπρηξα, παθ.φωνή: πρήζομαι, μτχ.π.π.: πρησμένος

  1. προκαλώ αύξηση του όγκου σε τμήμα ή μέλος σώματος ανθρώπινου ή άλλου ζωικού οργανισμού
    η μπουνιά που του έριξε του έπρηξε το μάτι
  2. (μεταφορικά) (οικείο) ταλαιπωρώ σε μεγάλο βαθμό
    μας έχει πρήξει με τις βλακείες που λέει τόσην ώρα

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία