Ετυμολογία

επεξεργασία
πρήθω <

πρήθω

  1. καίω
  2. φυσώ, φουσκώνω διά φυσήματος
    ἔπρησεν δ’ ἄνεμος μέσον ἱστίον (Οδύσσεια Β 427)
    ο άνεμος φούσκωσε μέ τό φύσημά του τό μέσον του ιστίου