πρηξιματάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρηξιματάκι | τα | πρηξιματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πρηξιματάκι | τα | πρηξιματάκια |
κλητική | πρηξιματάκι | πρηξιματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρηξιματάκι < πρήξιμο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρηξιματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πρήξιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρηξιματάκι
|