↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρησμένος η πρησμένη το πρησμένο
      γενική του πρησμένου της πρησμένης του πρησμένου
    αιτιατική τον πρησμένο την πρησμένη το πρησμένο
     κλητική πρησμένε πρησμένη πρησμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρησμένοι οι πρησμένες τα πρησμένα
      γενική των πρησμένων των πρησμένων των πρησμένων
    αιτιατική τους πρησμένους τις πρησμένες τα πρησμένα
     κλητική πρησμένοι πρησμένες πρησμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρησμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρήζω

πρησμένος -η -ο

  • που έχει φουσκώσει, που ο όγκος του έχει μεγαλώσει αφύσικα, συνήθως από την συγκέντρωση υγρού
το πάνω χείλος του ήταν πρησμένο από τη γροθιά του αντιπάλου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία