πρησμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρησμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρήζω
Μετοχή
επεξεργασίαπρησμένος -η -ο
- που έχει φουσκώσει, που ο όγκος του έχει μεγαλώσει αφύσικα, συνήθως από την συγκέντρωση υγρού
- το πάνω χείλος του ήταν πρησμένο από τη γροθιά του αντιπάλου