ταλαιπωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαταλαιπωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταλαιπωρῶ
Ρήμα
επεξεργασίαταλαιπωρώ
- κουράζω, σωματικά ή ψυχικά, κάποιον ιδιαίτερα, τόσο πολύ που έχει ως με αποτέλεσμα να υποφέρει ή να δυσανασχετεί έντονα
- ⮡ μην τον ταλαιπωρείς τον άνθρωπο, κρίμα είναι!
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ταλαιπωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας