Δείτε επίσης: καταπονῶ, καταποντίζω

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καταπονώ < ελληνιστική κοινή καταπονέω / καταπονῶ < αρχαία ελληνική κατά + πονέω /πονῶ < πόνος (φυσική: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fatiguer)

  ΡήμαΕπεξεργασία

καταπονώ (παθητική φωνή: καταπονούμαι)

  1. επιφέρω καταπόνηση
  2. (φυσική) επιφέρω καταπόνηση

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία