καταπονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπονώ < ελληνιστική κοινή καταπονέω / καταπονῶ < αρχαία ελληνική κατά + πονέω /πονῶ < πόνος (φυσική: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fatiguer)
Ρήμα
επεξεργασίακαταπονώ (παθητική φωνή: καταπονούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαταπόνετος
- ακαταπόνητα
- ακαταπόνητος
- καταπονημένος
- καταπόνηση
- καταπονητικά
- καταπονητικός
- → δείτε τις λέξεις κατά, πονώ και πόνος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπονώ | καταπονούσα | θα καταπονώ | να καταπονώ | καταπονώντας | |
β' ενικ. | καταπονείς | καταπονούσες | θα καταπονείς | να καταπονείς | (καταπόνει) | |
γ' ενικ. | καταπονεί | καταπονούσε | θα καταπονεί | να καταπονεί | ||
α' πληθ. | καταπονούμε | καταπονούσαμε | θα καταπονούμε | να καταπονούμε | ||
β' πληθ. | καταπονείτε | καταπονούσατε | θα καταπονείτε | να καταπονείτε | καταπονείτε | |
γ' πληθ. | καταπονούν(ε) | καταπονούσαν(ε) | θα καταπονούν(ε) | να καταπονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπόνησα | θα καταπονήσω | να καταπονήσω | καταπονήσει | ||
β' ενικ. | καταπόνησες | θα καταπονήσεις | να καταπονήσεις | καταπόνησε | ||
γ' ενικ. | καταπόνησε | θα καταπονήσει | να καταπονήσει | |||
α' πληθ. | καταπονήσαμε | θα καταπονήσουμε | να καταπονήσουμε | |||
β' πληθ. | καταπονήσατε | θα καταπονήσετε | να καταπονήσετε | καταπονήστε | ||
γ' πληθ. | καταπόνησαν καταπονήσαν(ε) |
θα καταπονήσουν(ε) | να καταπονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταπονήσει | είχα καταπονήσει | θα έχω καταπονήσει | να έχω καταπονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταπονήσει | είχες καταπονήσει | θα έχεις καταπονήσει | να έχεις καταπονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταπονήσει | είχε καταπονήσει | θα έχει καταπονήσει | να έχει καταπονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπονήσει | είχαμε καταπονήσει | θα έχουμε καταπονήσει | να έχουμε καταπονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταπονήσει | είχατε καταπονήσει | θα έχετε καταπονήσει | να έχετε καταπονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπονήσει | είχαν καταπονήσει | θα έχουν καταπονήσει | να έχουν καταπονήσει |
|