Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπονητικός η καταπονητική το καταπονητικό
      γενική του καταπονητικού της καταπονητικής του καταπονητικού
    αιτιατική τον καταπονητικό την καταπονητική το καταπονητικό
     κλητική καταπονητικέ καταπονητική καταπονητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπονητικοί οι καταπονητικές τα καταπονητικά
      γενική των καταπονητικών των καταπονητικών των καταπονητικών
    αιτιατική τους καταπονητικούς τις καταπονητικές τα καταπονητικά
     κλητική καταπονητικοί καταπονητικές καταπονητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπονητικός < καταπονώ + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

καταπονητικός

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία