hassle
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hassle | hassles |
hassle (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, ανεπίσημο)
- η ταλαιπωρία, κατάσταση που είναι ενοχλητική γιατί περιλαμβάνει να κάνω κάτι δύσκολο ή περίπλοκο που χρειάζεται πολλή προσπάθεια
- ⮡ It’s a big hassle to go on foot every day.
- Είναι μεγάλη ταλαιπωρία να πηγαίνω κάθε μέρα με τα πόδια.
- ⮡ It’s a big hassle to go on foot every day.