Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hassle hassles

hassle (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, ανεπίσημο)

  • η ταλαιπωρία, κατάσταση που είναι ενοχλητική γιατί περιλαμβάνει να κάνω κάτι δύσκολο ή περίπλοκο που χρειάζεται πολλή προσπάθεια
    ⮡  It’s a big hassle to go on foot every day.
    Είναι μεγάλη ταλαιπωρία να πηγαίνω κάθε μέρα με τα πόδια.
ενεστώτας hassle
γ΄ ενικό ενεστώτα hassles
αόριστος hassled
παθητική μετοχή hassled
ενεργητική μετοχή hassling

hassle (en) (ανεπίσημο)

  • ταλαιπωρώ, ενοχλώ κάποιον ειδικά ζητώντας του να κάνει κάτι πολλές φορές
    ⮡  I got my money back all right but he hassled me.
    Βέβαια πήρα τα λεφτά μου πίσω αλλά με ταλαιπώρησε.
    ⮡  He keeps hassling me by asking for money.
    Με ταλαιπωρεί ζητώντας συνεχώς χρήματα.
    ⮡  Don’t hassle him with silly questions.
    Μην τον ενοχλείς με ανόητες ερωτήσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη annoy