ενικός         πληθυντικός  
enflure enflures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

enflure (fr) θηλυκό

  1. το εξόγκωμα, το πρήξιμο
  2. (μεταφορικά) είδος βρισιάς

Συγγενικά

επεξεργασία