Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήλωθρον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήλωθρον

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μήλωθρον τὰ μήλωθρ
      γενική τοῦ μηλώθρου τῶν μηλώθρων
      δοτική τῷ μηλώθρ τοῖς μηλώθροις
    αιτιατική τὸ μήλωθρον τὰ μήλωθρ
     κλητική ! μήλωθρον μήλωθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μηλώθρω
γεν-δοτ τοῖν  μηλώθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήλωθρον < μῆλον + -θρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήλωθρον, -ου ουδέτερο

  • (φυτό) αγριάμπελος
    ※  4ος/3ος↑ αιώνας Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 6.1.4, @scaife.perseus
    πλείω δέ ἐστι τὶ γένη τὰ τούτων καὶ διαφορὰς ἔχοντα μεγάλας, οἷον κίσθος μήλωθρον ἐρευθεδανὸν σπειραία κνέωρον ὀρίγανος θύμβρα σφάκος ἐλελίσφακος πράσιον κόνυζα μελισσόφυλλον ἕτερα τοιαῦτα·
     συνώνυμα: ἄμπελος λευκή

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία