↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαμμένος η βαμμένη το βαμμένο
      γενική του βαμμένου της βαμμένης του βαμμένου
    αιτιατική τον βαμμένο τη βαμμένη το βαμμένο
     κλητική βαμμένε βαμμένη βαμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαμμένοι οι βαμμένες τα βαμμένα
      γενική των βαμμένων των βαμμένων των βαμμένων
    αιτιατική τους βαμμένους τις βαμμένες τα βαμμένα
     κλητική βαμμένοι βαμμένες βαμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βάφω

βαμμένος -η -ο

  1. που έχει βαφτεί
  2. (μεταφορικά) ο φανατικός οπαδός μιας αθλητικής ομάδας, ενός πολιτικού κόμματος κλπ
    είναι βαμμένος Ολυμπιακός από τα γεννοφάσκια του

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία