dyed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | dyed |
συγκριτικός | more dyed |
υπερθετικός | most dyed |
dyed (en)
- βαμμένος
- ⮡ I like your dyed hair!
- Μου αρέσουν τα βαμμένα σου μαλλιά!
- ⮡ I like your dyed hair!
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdyed (en)