dye
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dye | dyes |
dye (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | dye |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dyes |
αόριστος | dyed |
παθητική μετοχή | dyed |
ενεργητική μετοχή | dyeing |
dye (en)
ενικός | πληθυντικός |
dye | dyes |
dye (en)
ενεστώτας | dye |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dyes |
αόριστος | dyed |
παθητική μετοχή | dyed |
ενεργητική μετοχή | dyeing |
dye (en)