↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κοκκύμηλον τὰ κοκκύμηλ
      γενική τοῦ κοκκυμήλου τῶν κοκκυμήλων
      δοτική τῷ κοκκυμήλ τοῖς κοκκυμήλοις
    αιτιατική τὸ κοκκύμηλον τὰ κοκκύμηλ
     κλητική ! κοκκύμηλον κοκκύμηλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοκκυμήλω
γεν-δοτ τοῖν  κοκκυμήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκκύμηλον < κόκκυξ + μῆλον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοκκύμηλον ουδέτερο

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία