↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κοκκῡγ-
ονομαστική κόκκυξ οἱ κόκκυγες
      γενική τοῦ κόκκυγος τῶν κοκκύγων
      δοτική τῷ κόκκυγ τοῖς κόκκυξ(ν)
    αιτιατική τὸν κόκκυγ τοὺς κόκκυγᾰς
     κλητική ! κόκκυξ κόκκυγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόκκυγε
γεν-δοτ τοῖν  κοκκύγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόκκυξ, ήδη στον Ησίοδο < λείπει η ετυμολογία
Απόγονοι νέα ελληνικά: κόκκυγας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόκκυξ, -ῡγος αρσενικό

  1. (πτηνό) ο κούκος
  2. (ελληνιστική σημασία , ανατομία) το ιερό οστό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δε σχετίζονται με το κόκκος.