Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κούκος οι κούκοι
      γενική του κούκου των κούκων
    αιτιατική τον κούκο τους κούκους
     κλητική κούκε κούκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σκίτσο κούκου
 
κούκος κρεμασμένος σε τοίχο

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούκος < (ηχομιμητική λέξη) από τη λαλιά του πτηνού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈku.kos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούκος αρσενικό, αρχαία ελληνική κόκκυξ

  1. νυκτόβιο ωδικό πτηνό που γίνεται αντιληπτό από την επαναλαμβανόμενη λαλιά του: "κούκου - κούκου", στην αναζήτηση ερωτικού συντρόφου
  2. (μεταφορικά) μοναχικό άτομο, ο εργένης
  3. σκούφος
  4. ρολόι κούκου που σημαίνονται οι ώρες ομόηχα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • μου στοίχισε ο κούκος αηδόνι: λέγεται στην περίπτωση υπερβολικής δαπάνης, πολύ μεγαλύτερης της πραγματικής αξίας
  • τρεις κι ο κούκος: πολύ λίγοι

Παροιμίες επεξεργασία

  • ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία