κούκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κούκος | οι | κούκοι |
γενική | του | κούκου | των | κούκων |
αιτιατική | τον | κούκο | τους | κούκους |
κλητική | κούκε | κούκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κούκος < (ηχομιμητική λέξη) από τη λαλιά του πτηνού
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κούκος αρσενικό, αρχαία ελληνική κόκκυξ
- νυκτόβιο ωδικό πτηνό που γίνεται αντιληπτό από την επαναλαμβανόμενη λαλιά του: "κούκου - κούκου", στην αναζήτηση ερωτικού συντρόφου
- (μεταφορικά) μοναχικό άτομο, ο εργένης
- σκούφος
- ρολόι κούκου που σημαίνονται οι ώρες ομόηχα
Εκφράσεις επεξεργασία
- μου στοίχισε ο κούκος αηδόνι: λέγεται στην περίπτωση υπερβολικής δαπάνης, πολύ μεγαλύτερης της πραγματικής αξίας
- τρεις κι ο κούκος: πολύ λίγοι
Παροιμίες επεξεργασία
- ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη
|