εργένης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εργένης | οι | εργένηδες |
γενική | του | εργένη | των | εργένηδων |
αιτιατική | τον | εργένη | τους | εργένηδες |
κλητική | εργένη | εργένηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εργένης < (άμεσο δάνειο) τουρκική ergen
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργένης αρσενικό