άγαμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγαμος | η | άγαμη | το | άγαμο |
γενική | του | άγαμου | της | άγαμης | του | άγαμου |
αιτιατική | τον | άγαμο | την | άγαμη | το | άγαμο |
κλητική | άγαμε | άγαμη | άγαμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγαμοι | οι | άγαμες | τα | άγαμα |
γενική | των | άγαμων | των | άγαμων | των | άγαμων |
αιτιατική | τους | άγαμους | τις | άγαμες | τα | άγαμα |
κλητική | άγαμοι | άγαμες | άγαμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άγαμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγαμος[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɣa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γα‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαάγαμος, -η, -ο
- που δεν είναι παντρεμένος
- ※ Τι είναι οι αρχιμανδρίτες; Είναι άγαμοι ιερείς εν τω κόσμω, χωρίς όμως να είναι μοναχοί – είναι απλώς εγγεγραμμένοι για τυπικούς λόγους στο μοναχολόγιο μιας μονής.
- Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ο αρχιμανδριτισμός, ασθένεια της Εκκλησίας, Η Καθημερινή, 27 Φεβρουαρίου 2005
- ※ Τι είναι οι αρχιμανδρίτες; Είναι άγαμοι ιερείς εν τω κόσμω, χωρίς όμως να είναι μοναχοί – είναι απλώς εγγεγραμμένοι για τυπικούς λόγους στο μοναχολόγιο μιας μονής.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ανύπαντρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άγαμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άγαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ άγαμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)