Δείτε επίσης: ἄγαμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγαμος η άγαμη το άγαμο
      γενική του άγαμου της άγαμης του άγαμου
    αιτιατική τον άγαμο την άγαμη το άγαμο
     κλητική άγαμε άγαμη άγαμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγαμοι οι άγαμες τα άγαμα
      γενική των άγαμων των άγαμων των άγαμων
    αιτιατική τους άγαμους τις άγαμες τα άγαμα
     κλητική άγαμοι άγαμες άγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άγαμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγαμος[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.ɣa.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐γα‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

άγαμος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άγαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. άγαμοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)