μαγκούφης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαγκούφης < μαγκαφάς < τουρκική mankafa ("χοντροκέφαλος")
Επίθετο
επεξεργασίαμαγκούφης, -α/-ισσα, -ικο
- άτομο που έχει απομείνει χωρίς οικογένεια, άγαμος, ολομόναχος, έρημος
- θα μείνεις μαγκούφης σ' όλη σου τη ζωή!
- (μεταφορικά) ο άθλιος, ο δυστυχής
- (μεταφορικά) για άτομα ιδιότροπα που λόγω του χαρακτήρα τους οι άλλοι τους αποστρέφονται
- ※ Προχτὲς ἐμάθαμε ἀπὸ τὸ ἀστυνομικὸ δελτίο, πῶς μιὰ δοῦλα ἕπεσε στὸ πηγάδι νὰ πνιγῃ καὶ ὅτι δὲν ἤτανε τόσο ὤμορφη. Καὶ ποιὸς τὸν ρώτησε τὸν μαγκούφη τί μοῦτρα εἶχε τὸ κορίτσι;
- περιοδικό Παληάνθρωπος 140 + 138 + 1, (21 Αυγούστου 1884) σ.7 . Στην ψηφιακή βιβλιοθήκη Λήκυθος του Πανεπιστημίου Κύπρου· πρόσβαση: 2021-12-11.
- ※ Προχτὲς ἐμάθαμε ἀπὸ τὸ ἀστυνομικὸ δελτίο, πῶς μιὰ δοῦλα ἕπεσε στὸ πηγάδι νὰ πνιγῃ καὶ ὅτι δὲν ἤτανε τόσο ὤμορφη. Καὶ ποιὸς τὸν ρώτησε τὸν μαγκούφη τί μοῦτρα εἶχε τὸ κορίτσι;