μαγκουφιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγκουφιά | οι | μαγκουφιές |
γενική | της | μαγκουφιάς | των | μαγκουφιών |
αιτιατική | τη | μαγκουφιά | τις | μαγκουφιές |
κλητική | μαγκουφιά | μαγκουφιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαγκουφιά < μαγκούφης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγκουφιά θηλυκό
- η ερημιά, η μοναξιά, η έλλειψη οποιουδήποτε οικογενειακού δεσμού και απογόνων, κακομοιριά
- η παραξενιά και ο εγωισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγκουφιά
|