κακομοιριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακομοιριά | οι | κακομοιριές |
γενική | της | κακομοιριάς | των | κακομοιριών |
αιτιατική | την | κακομοιριά | τις | κακομοιριές |
κλητική | κακομοιριά | κακομοιριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κακομοιριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακομοιριά < ελληνιστική κοινή κακομοιρία με συνίζηση < κακόμοιρος < αρχαία ελληνική κακός (κακο-)+ μοῖρα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ko.miɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐μοι‐ριά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κακομοιριά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κακόμοιρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακομοιριά
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κακομοιριά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κακομοιρία με συνίζηση < κακόμοιρος < αρχαία ελληνική κακός (κακο-)+ μοῖρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- κακομοιριά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].