Δείτε επίσης: κακομοιριά

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κακομοιρί αἱ κακομοιρίαι
      γενική τῆς κακομοιρίᾱς τῶν κακομοιριῶν
      δοτική τῇ κακομοιρί ταῖς κακομοιρίαις
    αιτιατική τὴν κακομοιρίᾱν τὰς κακομοιρίᾱς
     κλητική ! κακομοιρί κακομοιρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακομοιρί
γεν-δοτ τοῖν  κακομοιρίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακομοιρία < κακόμοιρος + -ία < αρχαία ελληνική κακός + μοῖρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κακομοιρία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία