Δείτε επίσης: κακομοίρης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόμοιρος η κακόμοιρη το κακόμοιρο
      γενική του κακόμοιρου της κακόμοιρης του κακόμοιρου
    αιτιατική τον κακόμοιρο την κακόμοιρη το κακόμοιρο
     κλητική κακόμοιρε κακόμοιρη κακόμοιρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόμοιροι οι κακόμοιρες τα κακόμοιρα
      γενική των κακόμοιρων των κακόμοιρων των κακόμοιρων
    αιτιατική τους κακόμοιρους τις κακόμοιρες τα κακόμοιρα
     κλητική κακόμοιροι κακόμοιρες κακόμοιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακόμοιρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κακόμοιρος < (αρχαία ελληνική κακός) κακό- + μοῖρ(α) + -ος (κτητικό σύνθετο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈko.mi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κό‐μοι‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

κακόμοιρος, -η, -ο

  1. πάρα πολύ δυστυχισμένος
  2. καημένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κακός και μοίρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακόμοιρος < αρχαία ελληνική κακός) κακό- + μοῖρ(α) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

κᾰκόμοιρος -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία