κακομοίρικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακομοίρικα < κακομοίρικος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίακακομοίρικα
- (οικείο) με κακομοίρικο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακομοίρικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακακομοίρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κακομοίρικος