↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισοκακόμοιρος η μισοκακόμοιρη το μισοκακόμοιρο
      γενική του μισοκακόμοιρου της μισοκακόμοιρης του μισοκακόμοιρου
    αιτιατική τον μισοκακόμοιρο τη μισοκακόμοιρη το μισοκακόμοιρο
     κλητική μισοκακόμοιρε μισοκακόμοιρη μισοκακόμοιρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισοκακόμοιροι οι μισοκακόμοιρες τα μισοκακόμοιρα
      γενική των μισοκακόμοιρων των μισοκακόμοιρων των μισοκακόμοιρων
    αιτιατική τους μισοκακόμοιρους τις μισοκακόμοιρες τα μισοκακόμοιρα
     κλητική μισοκακόμοιροι μισοκακόμοιρες μισοκακόμοιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μισοκακόμοιρος < μισο- (< μισός) + κακόμοιρος

  Επίθετο

επεξεργασία

μισοκακόμοιρος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία