καημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καημένος | η | καημένη | το | καημένο |
γενική | του | καημένου | της | καημένης | του | καημένου |
αιτιατική | τον | καημένο | την | καημένη | το | καημένο |
κλητική | καημένε | καημένη | καημένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καημένοι | οι | καημένες | τα | καημένα |
γενική | των | καημένων | των | καημένων | των | καημένων |
αιτιατική | τους | καημένους | τις | καημένες | τα | καημένα |
κλητική | καημένοι | καημένες | καημένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καημένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καίω, με θέμα καη- (όπως στον αρχαίο αόριστο ἐκάην),[1] παράλληλος τύπος του καμένος [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kai̯ˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καη‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
καημένος, -η, -ο
- χαρακτηρισμός που δηλώνει οίκτο
- ↪ Βρε τον καημένο, τι έπαθε!
- ≈ συνώνυμα: κακόμοιρος, κακομοίρης
- (λαϊκότροπο) καμένος
Άλλες γραφές επεξεργασία
- καϊμένος
- (σπάνιο): καϋμένος (από το κεκαυμένος)
επεξεργασία
και γραφές με γιώτα [3]
→ και δείτε τη λέξη καίω
Μεταφράσεις επεξεργασία
που έχει καεί
→ δείτε τη λέξη καμένος |
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ καημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ καϊμε- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου (gkm) του ρήματος καίω, με θέμα καη- (όπως στον αρχαίο αόριστο ἐκάην),[1]
Μετοχή επεξεργασία
καημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου (gkm) του ρήματος καίω
επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη καίω
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.