• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καημένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Σημειώσεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική καημένος καημένη καημένο
γενική καημένου καημένης καημένου
αιτιατική καημένο καημένη καημένο
κλητική καημένε καημένη καημένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική καημένοι καημένες καημένα
γενική καημένων καημένων καημένων
αιτιατική καημένους καημένες καημένα
κλητική καημένοι καημένες καημένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καημένος

  ΜετοχήΕπεξεργασία

καημένος -η -ο

  1. καμένος
  2. χαρακτηρισμός που δηλώνει οίκτο
    βρε τον καημένο, τι έπαθε!
    ≈ συνώνυμα: κακόμοιρος

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

  • (σπάνιο) καϋμένος (από το κεκαυμένος)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καημένος
  • αγγλικά : poor (en) (2)
  • γαλλικά : 1. brûlé (fr) 2. pauvre (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καημένος&oldid=4825884"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Αυγούστου 2020, στις 08:19

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Αυγούστου 2020, στις 08:19.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie