Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καημένος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Σημειώσεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
καημέν
ος
καημέν
η
καημέν
ο
γενική
καημέν
ου
καημέν
ης
καημέν
ου
αιτιατική
καημέν
ο
καημέν
η
καημέν
ο
κλητική
καημέν
ε
καημέν
η
καημέν
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
καημέν
οι
καημέν
ες
καημέν
α
γενική
καημέν
ων
καημέν
ων
καημέν
ων
αιτιατική
καημέν
ους
καημέν
ες
καημέν
α
κλητική
καημέν
οι
καημέν
ες
καημέν
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
καημένος
Μετοχή
Επεξεργασία
καημένος -η -ο
καμένος
χαρακτηρισμός που δηλώνει
οίκτο
βρε τον
καημένο
, τι έπαθε!
≈
συνώνυμα
:
κακόμοιρος
Σημειώσεις
Επεξεργασία
(
σπάνιο
) καϋμένος (από το
κεκαυμένος
)
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
καημένος
αγγλικά
:
poor
(en)
(2)
γαλλικά
: 1.
brûlé
(fr)
2.
pauvre
(fr)