καημενούλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καημενούλης | η | καημενούλα | το | καημενούλικο |
γενική | του | καημενούλη | της | καημενούλας | του | καημενούλικου |
αιτιατική | τον | καημενούλη | την | καημενούλα | το | καημενούλικο |
κλητική | καημενούλη | καημενούλα | καημενούλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καημενούληδες | οι | καημενούλες | τα | καημενούλικα |
γενική | των | καημενούληδων | — | των | καημενούλικων | |
αιτιατική | τους | καημενούληδες | τις | καημενούλες | τα | καημενούλικα |
κλητική | καημενούληδες | καημενούλες | καημενούλικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καημενούλης < καημέν(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο επεξεργασία
καημενούλης -α -ικο
- καημένος, ως τρυφερή εκδήλωση συμπάθειας ή οίκτου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καημενούλης
|