ψωροκακόμοιρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψωροκακόμοιρος < ψώρα + -ο- + κακόμοιρος
Επίθετο
επεξεργασίαψωροκακόμοιρος
- (μειωτικό) που είναι κακόμοιρος και μας προκαλεί αισθήματα λύπης αλλά και αποστροφής λόγω αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ψώρα και κακόμοιρος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψωροκακόμοιρος
|