Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψώρα οι ψώρες
      γενική της ψώρας
    αιτιατική την ψώρα τις ψώρες
     κλητική ψώρα ψώρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψώρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψώρα, φαγούρα και δερματική ασθένεια ανθρώπων, ζώων, φυτών < ψάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψώρα θηλυκό

  • δερματική ασθένεια που προκαλείται από ακάρεα και μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο με βασικό σύμπτωμα συνήθως την φαγούρα και τα εξανθήματα, αλλά αποτελεί πλέον κυρίως ασθένεια των ζώων

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία