Ετυμολογία

επεξεργασία

κακομοιριάζω< κακομοίρ(ης) + -ιάζω. Συνήθως στην παθητική μετοχή κακομοιρασμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ko.miɾˈʝa.zo/

κακομοιριάζω, αόρ.: κακομοίριασα, μτχ.π.π.: κακομοιριασμένος, χωρίς παθητικούς τύπους