Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακομοιριασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κακομοιριασμέν
ος
η
κακομοιριασμέν
η
το
κακομοιριασμέν
ο
γενική
του
κακομοιριασμέν
ου
της
κακομοιριασμέν
ης
του
κακομοιριασμέν
ου
αιτιατική
τον
κακομοιριασμέν
ο
την
κακομοιριασμέν
η
το
κακομοιριασμέν
ο
κλητική
κακομοιριασμέν
ε
κακομοιριασμέν
η
κακομοιριασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κακομοιριασμέν
οι
οι
κακομοιριασμέν
ες
τα
κακομοιριασμέν
α
γενική
των
κακομοιριασμέν
ων
των
κακομοιριασμέν
ων
των
κακομοιριασμέν
ων
αιτιατική
τους
κακομοιριασμέν
ους
τις
κακομοιριασμέν
ες
τα
κακομοιριασμέν
α
κλητική
κακομοιριασμέν
οι
κακομοιριασμέν
ες
κακομοιριασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κακομοιριασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
κακομοιριάζω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ka.ko.miɾ.ʝaˈzme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
κακομοιριασμένος
- η- ο
που έχει
κακομοιριαστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακομοιριασμένος
γαλλικά
:
infortuné
(fr)