Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακομοιριασμένος η κακομοιριασμένη το κακομοιριασμένο
      γενική του κακομοιριασμένου της κακομοιριασμένης του κακομοιριασμένου
    αιτιατική τον κακομοιριασμένο την κακομοιριασμένη το κακομοιριασμένο
     κλητική κακομοιριασμένε κακομοιριασμένη κακομοιριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακομοιριασμένοι οι κακομοιριασμένες τα κακομοιριασμένα
      γενική των κακομοιριασμένων των κακομοιριασμένων των κακομοιριασμένων
    αιτιατική τους κακομοιριασμένους τις κακομοιριασμένες τα κακομοιριασμένα
     κλητική κακομοιριασμένοι κακομοιριασμένες κακομοιριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακομοιριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακομοιριάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ko.miɾ.ʝaˈzme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

κακομοιριασμένος - η- ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία