ολομόναχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ολομόναχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλομόναχος. Συγχρονικά αναλύεται σε ολο- + μονάχος[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.loˈmo.na.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐μό‐να‐χος
Επίθετο
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ολομόναχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας