Δείτε επίσης: ὁλομόναχος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολομόναχος η ολομόναχη το ολομόναχο
      γενική του ολομόναχου της ολομόναχης του ολομόναχου
    αιτιατική τον ολομόναχο την ολομόναχη το ολομόναχο
     κλητική ολομόναχε ολομόναχη ολομόναχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολομόναχοι οι ολομόναχες τα ολομόναχα
      γενική των ολομόναχων των ολομόναχων των ολομόναχων
    αιτιατική τους ολομόναχους τις ολομόναχες τα ολομόναχα
     κλητική ολομόναχοι ολομόναχες ολομόναχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολομόναχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλομόναχος. Συγχρονικά αναλύεται σε ολο- + μονάχος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.loˈmo.na.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λο‐μό‐να‐χος

  Επίθετο

επεξεργασία

ολομόναχος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία