Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόμονος η απόμονη το απόμονο
      γενική του απόμονου της απόμονης του απόμονου
    αιτιατική τον απόμονο την απόμονη το απόμονο
     κλητική απόμονε απόμονη απόμονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόμονοι οι απόμονες τα απόμονα
      γενική των απόμονων των απόμονων των απόμονων
    αιτιατική τους απόμονους τις απόμονες τα απόμονα
     κλητική απόμονοι απόμονες απόμονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόμονος < απο- + μόνος

  Επίθετο επεξεργασία

απόμονος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία