μονάχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μονάχος | η | μονάχη | το | μονάχο |
γενική | του | μονάχου | της | μονάχης | του | μονάχου |
αιτιατική | τον | μονάχο | τη | μονάχη | το | μονάχο |
κλητική | μονάχε | μονάχη | μονάχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μονάχοι | οι | μονάχες | τα | μονάχα |
γενική | των | μονάχων | των | μονάχων | των | μονάχων |
αιτιατική | τους | μονάχους | τις | μονάχες | τα | μονάχα |
κλητική | μονάχοι | μονάχες | μονάχα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονάχος < μεσαιωνική ελληνική μονάχος < (ελληνιστική κοινή) μοναχός
Επίθετο
επεξεργασίαμονάχος, -η, -ο
- (οικείο) άλλη μορφή του μοναχός