Δείτε επίσης: μοναχό, Μόναχο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μονάχο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μονάχος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (μονάχο) του μονάχος

Άλλες μορφές

επεξεργασία