Δείτε επίσης: Μόναχο, μονάχο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μοναχό αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μοναχός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (μοναχό) του μοναχός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μοναχό αρσενικό