Δείτε επίσης: απομόναχος, απομοναχός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομονάχος η απομονάχη το απομονάχο
      γενική του απομονάχου της απομονάχης του απομονάχου
    αιτιατική τον απομονάχο την απομονάχη το απομονάχο
     κλητική απομονάχε απομονάχη απομονάχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομονάχοι οι απομονάχες τα απομονάχα
      γενική των απομονάχων των απομονάχων των απομονάχων
    αιτιατική τους απομονάχους τις απομονάχες τα απομονάχα
     κλητική απομονάχοι απομονάχες απομονάχα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απομονάχος < απο- + μοναχός

  Επίθετο

επεξεργασία

απομονάχος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία